ρητινώ

ρητινώ
-όω, Α
βλ. ρητινώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρητινώνω — ῥητινῶ, όω, ΝΑ [ῥητίνη] 1. αναμιγνύω ή αρωματίζω κάτι με ρητίνη 2. προσθέτω ρητίνη σε οίνο 3. επαλείφω μια επιφάνεια με ρητίνη αρχ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐρρητινωμένος, η, ον αυτός που έχει αναμιχθεί με ρητίνη, ρετσινάτος …   Dictionary of Greek

  • περιρρητινούμαι — έομαι, Α (αμφβλ. ανάγν.) καλύπτομαι γύρω γύρω από ρετσίνι, αλείφομαι με ρετσίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥητινῶ «αλείφω με ρετσίνι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”